- άκερχνος
- ἄκερχνος, -ον (Α) [κέρχνος]1. αυτός που δεν έχει βραχνάδα2. αυτός που θεραπεύει τη βραχνάδα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἄκερχνος — without hoarseness masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄκερχνον — ἄκερχνος without hoarseness masc/fem acc sg ἄκερχνος without hoarseness neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέρχνος — (I) κέρχνος, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) κένχρος, κεχρί. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναδιπλασιασμένο ΙΕ τ. *gher ghro , με ανομοίωση τού δεύτερου τ σε n (* gher ghno ), ενώ με ανομοίωση τού πρώτου τ σε η (* ghen ghro) προέκυψε πιθ. παράλληλα ο τ. κέγχρος*. Κατ… … Dictionary of Greek